- 18 Δεκεμβρίου, 2023
- Posted by: admin
- Categories: Αρθρογραφία, Νεα
Η ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων
Εισαγωγή
Η ομόρρυθμη εταιρεία υπαγόμενη ειδικότερα στην κατηγορία των προσωπικών εταιρειών συνιστά ένωση προσωπικών εταιρειών συνιστά ένωση προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκει εμπορικό σκοπό φέρουσα επιπλέον κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία τη διακρίνουν από τις λοιπές μορφές προσωπικών εταιρειών. Πρόκειται για αυτοτελές υποκείμενο δικαίου ευθυνόμενη καταρχήν με την περιουσία της για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών[1] της, οι οποίες μπορούν να δημιουργούνται είτε από αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων αναγόμενες σε πλημμελή εκπλήρωση ή μη εκπλήρωση συμβατικών όρων που προέρχονται από την σύναψη δικαιοπραξιών είτε από εξωδικαιοπρακτικές αιτίες απορρέουσες από αδικοπραξίες των διαχειριστών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους[2], είτε τέλος από άλλη γενεσιουργό αιτία.
Η ευθύνη της συνίσταται σε υποχρέωση αποζημίωσης με την περιουσία της κατ’ άρθρα 70 και 71 ΑΚ που εφαρμόζονται αναλόγως στην ομόρρυθμη εταιρεία με τη διαφορά όμως ότι για τα χρέη της ευθύνονται παράλληλα προς την εταιρεία όλοι οι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριόριστα και εις ολόκληρον κατ’ άρθρον 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012[3]. Η έκταση της ευθύνης που αφορά τόσο στην περίπτωση των ομόρρυθμων εταίρων ομόρρυθμης εταιρείας όσο και των ομόρρυθμων εταίρων ετερόρρυθμης εταιρείας αποτελεί και το κύριο στοιχείο διάκρισης του αυτού μορφώματος από τα λοιπά είδη προσωπικών εταιρειών λόγω των ειδικότερων χαρακτηριστικών που συνεπάγεται κατ’ επέκταση του χαρακτήρα της ως παράλληλης και απεριόριστης και τα οποία θα αναλυθούν κατωτέρω.
Δικαιολογητικός λόγος θεμελίωσης της κατ’ άρθρον 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 ευθύνης
Όπως έχει ήδη αναπτυχθεί θεμελιώδες στοιχείο διάκρισης των προσωπικών από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες είναι η έννοια του κεφαλαίου. Εν αντιθέσει με τις δεύτερες στις προσωπικές εταιρείες και συνεπώς και στην ομόρρυθμη ο νόμος δεν απαιτεί την ύπαρξη ενός ελάχιστου κεφαλαίου ως υπέγγυου έναντι των εταιρικών δανειστών προς εξασφάλιση των τελευταίων ούτε δέσμευση τμήματος της εταιρικής περιουσίας για τον ίδιο σκοπό. Την αυτή έλλειψη αναπληρώνει η καθιέρωση της παράλληλης με την εταιρική περιουσία, απεριόριστης και εις ολόκληρον ευθύνης των εταίρων με την ατομική τους περιουσία, η οποία διασφαλίζει τόσο την ικανοποίηση των εταιρικών πιστωτών για την περίπτωση που η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την εξασφάλισή τους ελλείποντος ενός σταθερού κεφαλαίου όσο και την αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας ως την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις[4].
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνάγεται ότι η καθιέρωση της προσωπικής ευθύνης ευθύνη των εταίρων με τα περαιτέρω χαρακτηριστικά που θα αναλυθούν στην πορεία αποτελεί την μοναδική ασφάλεια των εταιρικών δανειστών, ώστε οιαδήποτε συμφωνία για περιορισμό ή αποκλεισμό της δεν ισχύει στις προς τα έξω σχέσεις έναντι τρίτων κατ’ άρθρον 258 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 που αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, τυχόν συμφωνία μεταξύ των εταίρων που αφορά σε περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης ενός ή περισσότερων εταίρων είτε και ανάληψης του συνόλου των εταιρικών χρεών από έναν μόνο εταίρο έχει ισχύ στις μεταξύ αυτών εσωτερικές σχέσεις όχι όμως έναντι τρίτων[5] προς τους οποίους έκαστος εταίρος ευθύνεται υπό τους ορισμούς του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 με την επιφύλαξη των διατάξεων 332 και 334 ΑΚ[6].
Σε αντιδιαστολή, ωστόσο, με την απαγορευμένη απαλλαγή του άρθρου 258 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 που, όπως προεξετέθη, αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο δυνατή είναι η συμφωνία περί απαλλαγής εταίρου από τις ζημίες της εταιρείας ως συμφωνίας αναγόμενης στις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων, οι οποίες διέπονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου χωρίς και σε αυτή όμως την περίπτωση να αποκλείεται εταίρος, ο οποίος απαλλάχθηκε από την συμμετοχή του στις ζημίες να αναγκαστεί να καταβάλει το σύνολο του εταιρικού χρέους σε δανειστή που στράφηκε στο πρόσωπό του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο εταίρος διατηρεί το δικαίωμά του να στραφεί αναγωγικά τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά των συνεργατών του με προτεραιότητα δυνάμει της αρχής της καλής πίστης στην αναζήτηση του συνόλου του καταβληθέντος χρηματικού ποσού από την εταιρεία προκειμένου να μην υποστεί τελικώς ζημία[7].
Φορέας ευθύνης
Σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 251, 258 παρ. 3 και 259 παρ. 1, ευθύνονται όλοι όσοι τυγχάνουν εταίροι κατά την σύσταση της εταιρείας, όσοι εισέρχονται σε αυτήν μεταγενέστερα για τα υπάρχοντα πριν την είσοδό τους εταιρικά χρέη καθώς και όσοι φέρουν την ιδιότητα του εταίρου κατά το χρόνο λύσης της εταιρείας. Κρίσιμος χρόνος σε κάθε περίπτωση είναι ο χρόνος κατά την οποία ο εταίρος φέρει στο πρόσωπό του την ιδιότητα του εταίρου.[8] Κατά τα άρθρα δε 256 και 269 παρ. 3 ευθύνονται τόσο ο νέος εταίρος σε περίπτωση μεταβίβασης εταιρικής συμμετοχής όσο και ο αποχωρήσας εταίρος εντός του ειδικώς προβλεπόμενου διαστήματος του άρθρου 269 παρ. 1 που προβλέπει βραχυπρόθεσμη πενταετή παραγραφή των αξιώσεων των εταιρικών δανειστών έναντι των εταίρων από την καταχώριση της λύσης της εταιρείας στο ΓΕΜΗ, με την επιφύλαξη της πρόβλεψης βραχύτερης παραγραφής. Έναντι των τρίτων ευθύνεται επίσης ο καταπιστευματοδόχος εταίρος, ο εταίρος ο οποίος συνδέεται με σύμβαση παρακοινωνίας με τρίτο[9] και ο επικαρπωτής με δικαίωμα επικαρπίας επί εταιρικής συμμετοχής ομόρρυθμου εταίρου, περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος τρίτος δεν εμφανίζεται να έχει σχέση με την εταιρεία ούτε γίνεται εταίρος. Εις ολόκληρον ευθύνονται επίσης και οι εταίροι ομόρρυθμης εταιρείας που συμμετέχει η ίδια ως ομόρρυθμη εταίρος σε άλλη ομόρρυθμη εταιρεία. Αξίζει τέλος, να σημειωθεί ότι κατ’ άρθρον 269 παρ. 1 ευθύνεται και πρώην ομόρρυθμος εταίρος που μετά την γένεση του εταιρικού χρέους κατέστη ετερόρρυθμος εταίρος εξισούμενης της ευθύνης του κατά μία άποψη με αυτής του αποχωρούντος εταίρου, ενώ κατ’ άλλη άποψη εξισούμενης της αντιμετὠπισής του με εταίρο που υπέστη μεταβολή της εταιρικής του συμμετοχής κατά περιεχόμενο, προσδιοριζόμενης περαιτέρω της ευθύνης του από το άρθρο 279.[10]
Προϋποθέσεις ευθύνης
Η ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου απαιτεί την σωρευτική συνύπαρξη τριών επιμέρους προϋποθέσεων, οι οποίες αναλύονται στην ύπαρξη ομόρρυθμης εταιρείας, εταιρικής ιδιότητας και ειδικότερα ιδιότητας ομορρύθμου εταίρου και εταιρικού χρέους.
Η πρώτη προϋπόθεση αφορά στο νόμιμο της σύστασης της εταιρείας υπό την έννοια ότι πρόκειται για εταιρεία εγκύρως συσταθείσας και λειτουργούσας σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 251 παρ. 1 και 2 του Ν. 4072/2012 συμπεριλαμβανομένης της αδημοσίευτης στο ΓΕΜΗ που έχει όμως αρχίσει την εμπορική της δραστηριότητα σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οπότε και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 249 επόμενα. Επισημαίνεται δε, πως γεγονότα, όπως η προσωρινή παύση της παραγωγικής δραστηριότητας, η λύση, η εκκαθάριση, η θέση της εταιρείας σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης[11], καθώς και μετατροπή της ομόρρυθμης σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σε ό, τι αφορά το προγενέστερο του μετασχηματισμού της χρονικό διάστημα δεν ασκούν επιρροή στην εις ολόκληρον ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων.[12]
Περαιτέρω, ευθύνεται όποιος φέρει την εταιρική ιδιότητα κατά το χρόνο στον οποίο γεννάται το εταιρικό χρέος με την επιφύλαξη της ευθύνης του νεοεισερχόμενου εταίρου ανεξάρτητα από το ποσοστό ή τους όρους συμμετοχής στις ζημίες, ενώ τυχόν ελαττωματικότητα κατά την εισδοχή του εταίρου στην εταιρεία-π.χ. σε περίπτωση μη δημοσίευσης της εισόδου του εταίρου-δεν αποτρέπουν την πρόσληψη της εταιρικής ιδιότητας[13]. Αντιστοίχως και σε περίπτωση εικονικής ομόρρυθμης εταιρείας όπου η εικονικότητα δεν αντιτάσσεται κατά καλόπιστων τρίτων.[14]
Τέλος, η τρίτη προϋπόθεση που τάσσεται για την ενεργοποίηση της κατ’ άρθρον 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 ευθύνης είναι η ύπαρξη εταιρικού χρέους που εδράζεται στην παραγωγική προς τα έξω δραστηριότητα της εταιρείας και την κατ’ επέκταση εξωτερική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις του διαχειριστικού οργάνου. Στο περιεχόμενο δε του εταιρικού χρέους, περιλαμβάνεται το σύνολο των εταιρικών υποχρεώσεων με τις οποίες έχει δεσμευτεί το νομικό πρόσωπο και αδυνατεί να εκπληρώσει ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους[15] είτε προέρχονται από συμβατικές σχέσεις-π.χ. συμβάσεις, καταβολή ποινικής ρήτρας, συμμετοχή σε άλλα εταιρικά μορφώματα-είτε εκ του νόμου-π.χ. αδικοπρακτική ευθύνη, ευθύνη παραγωγού, ευθύνη από διαπραγματεύσεις-δυνάμενες να πηγάζουν τόσο από το ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο δίκαιο.[16] Αντιθέτως, δεν εντάσσονται στην κατηγορία των εταιρικών χρεών αξιώσεις που πηγάζουν από τις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων ή αξιώσεις των εταίρων κατά της εταιρείας (societatis causa) όπως για παράδειγμα υποχρέωση καταβολής πρόσθετης μη συμπληρωματικής εισφοράς, υποχρέωση αμοιβής του διαχειριστή εταίρου, αξίωση απόδοσης δαπανών κλπ καθώς επίσης αξιώσεις από αδικοπραξία που τέλεσε εταίρος ατομικά ή ευθύνη του εταίρου από προσωπική εγγύηση περί καταβολής του δανείου της εταιρείας προς τον δανειστή λαμβανομένου ότι πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η ευθύνη γεννάται απευθείας στο πρόσωπο του εταίρου χωρίς να εξαρτάται από προϋπάρχοντα εταιρικά χρέη του νομικού προσώπου.[17]
Χαρακτηριστικά ευθύνης
Η ευθύνη του εταίρου παρουσιάζει ειδικότερα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν και τη διαφοροποιούν από άλλα είδη ευθύνης και παρατίθενται ως εξής:
Ευθύνη εκ του νόμου
Είναι ευθύνη που πηγάζει από τον ίδιο το νόμο στη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 γεννώμενη από μόνο το γεγονός της πρόσληψης της εταιρικής ιδιότητας κάτι που ίσχυε και υπό το προϊσχύον δίκαιο του άρθρου 22 ΕμπΝ και έχει την έννοια ότι η ευθύνη των εταίρων μετά τη γέννηση του εταιρικού χρέους δημιουργείται αυτομάτως χωρίς να προαπαιτείται συμπερίληψη ειδικής ρήτρας στο καταστατικό.[18]
Ευθύνη για αλλότριο χρέος
Μολονότι υπό το προϊσχύον δίκαιο του άρθρου 22 Εμπ υποστηριζόταν από μέρος της θεωρίας η άποψη ότι πρόκειται για ευθύνη από ίδιο χρέος, υπό τη διατύπωση των άρθρων 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 («…για χρέη της οποίας ευθύνονται…») και 253 παρ. 3 του Ν. 4072/2012 (ο εταίρος «ευθύνεται για τα υπάρχοντα πριν την είσοδό του εταιρικά χρέη») ορθότερη εμφανίζεται η άποψη πως πρόκειται για ευθύνη για αλλότριο χρέος, ήτοι του νομικού προσώπου από την οποία εξαρτάται η ευθύνη του εταίρου έναντι των εταιρικών δανειστών.[19] Εντούτοις, ως προς τη νομική αντιμετώπιση των ομορρύθμων εταίρων στην πράξη ο νόμος εξισώνει το αλλότριο χρέος με ίδιο χρέος υπό την έννοια της δημιουργίας της εκ του νόμου ευθύνης προκύπτουσας εκ μόνου του γεγονότος της συνδρομής της εταιρικής ιδιότητας στο πρόσωπο του ομορρύθμου εταίρου και αρκούντος του γεγονότος ότι οι ομόρρυθμοι εταίροι έφεραν την εταιρική ιδιότητα κατά το χρόνο της δημιουργίας της εταιρικής υποχρέωσης, ανεξάρτητα από το αν η αξίωση του τρίτου κατά τον κρίσιμο χρόνο κατέστη ληξιπρόθεσμη ή άρχισε η δικαστική επιδίωξή της.
Αξίζει να επισημανθεί ότι τα εταιρικά χρέη παρά τη δυνατότητα επιδίωξης της ικανοποίησης από την ατομική περιουσία των εταίρων παραμένουν αποκλειστικά χρέη του νομικού προσώπου, το οποίο δεν ταυτίζεται με τους εταίρους ούτε συνεπώς η ευθύνη της εταιρείας ταυτίζεται με αυτή των εταίρων.[20] Συμβαλλόμενη με τους εταιρικούς δανειστές παραμένει η εταιρεία, η οποία δεσμεύεται από τις ενέργειες του διαχειριστικού οργάνου ως εκπροσώπου αυτής στις προς τα έξω σχέσεις[21] χωρίς να θεωρούνται οι ίδιοι οι εταίροι συμβαλλόμενοι, αλλά μόνο υπόχρεοι με την ατομική τους περιουσία ενόψει του ex lege χαρακτήρα της ευθύνης.[22]
Ευθεία ή άμεση
Οι εταίροι ευθύνονται όχι μόνο έναντι της εταιρείας για την καταβολή συμπληρωματικών εισφορών-όπως μπορεί να συμφωνηθεί στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης-οι οποίες θα ενισχύουν κεφαλαιοδοτικά την εταιρεία και προς τον σκοπό της κάλυψης εταιρικών υποχρεώσεων αλλά και έναντι των εταιρικών δανειστών, οι οποίοι μπορούν να στρέφονται ευθέως-και όχι πλαγιαστικά-κατά των εταίρων και της ατομικής τους περιουσίας επιδιώκοντας την άμεση ικανοποίησή τους.[23]
Πρωτογενής (όχι επικουρική)
Πρόκειται άλλως για αυτοτελή μη επικουρική ευθύνη[24] υπό την έννοια ότι ο δανειστής δεν υποχρεούται να ικανοποιηθεί πρώτα από την εταιρική περιουσία ή να προβεί σε οποιαδήποτε νομική ενέργεια έναντι του νομικού προσώπου. Σε αντίθεση με την εγγύηση του ΑΚ κατ’ άρθρα 847 επ. ΑΚ, όπου ο εγγυητής διαθέτει την ένσταση διζήσεως σύμφωνα με την οποία «Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης)» κατ’ άρθρον 855 ΑΚ, εδώ παρά την εγγυητική και εξασφαλιστική λειτουργία που επιτελεί η ευθύνη των εταίρων έναντι των εταιρικών δανειστών, τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται και οι εταίροι δεν δικαιούνται σε περίπτωση εναγωγής από τους εταιρικούς δανειστές να προβάλουν την ως άνω ένσταση.[25] Αυτό διότι κατά τα ως άνω η ευθύνη είναι αυτοτελής, απορρέουσα εκ του νόμου και παράλληλη προς αυτήν του νομικού προσώπου ώστε ο εταιρικός δανειστής δύναται να απαιτήσει την παροχή τόσο από την εταιρεία όσο και από έκαστο εκ των εταίρων χωρίς να απαιτείται να στραφεί προηγουμένως κατά της εταιρείας.[26]
Παρακολουθηματική ή παρεπόμενη
Ο παρακολουθηματικός ή παρεπόμενος χαρακτήρας έχει την έννοια ότι κύρια οφειλή είναι το χρέος της εταιρείας έναντι των εταιρικών δανειστών με τους οποίους έχει συμβληθεί η εταιρεία και την οποία προϋποθέτει η ενεργοποίηση της ευθύνης των εταίρων ως εξαρτώμενη από την ύπαρξη και την έκταση του εταιρικού χρέους.[27] Ως προς αυτό η ευθύνη των εταίρων ομοιάζει με την εγγυητική ευθύνη των άρθρων 847 επ. ΑΚ κατά το ότι υπό του όρους του Αστικού Κώδικα, το εταιρικό χρέος συνιστά την «εξασφαλιζόμενη» κύρια οφειλή και η εταιρεία θεωρείται «κύριος οφειλέτης» χωρίς όμως να ταυτίζεται πλήρως με την εγγυητική ευθύνη παρά το ότι και τα δύο είδη ευθύνης έχουν εξασφαλιστικό χαρακτήρα. Η εγγυητική ευθύνη ως ευθύνη ως ευθύνη του εγγυητή με συμβατικό χαρακτήρα έχει μεγαλύτερη αυτονομία από αυτή της ευθύνης του ομόρρυθμου εταίρου, ο οποίος όπως προαναφέρθηκε δε διαθέτει την ένσταση διζήσεως έναντι των εταιρικών δανειστών σε αντίθεση με τον εγγυητή.
Ενόψει αυτών, η ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων εξαρτάται «συμβιωτικά από την ύπαρξη, διατήρηση και την έκταση του εταιρικού, αλλότριου χρέους»[28] και η εξάρτηση αυτή αντανακλάται στην γένεση της κύριας οφειλής, την απόσβεση, την έκταση και τη δυνατότητα πραγμάτωσης.[29] Ο παρακολουθηματικός χαρακτήρας δε, εξακολουθεί να υφίσταται και μετά την αποχώρηση του εταίρου από την εταιρεία.
Ως εκ τούτου, το εταιρικό χρέος και η ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων ταυτίζονται κατά περιεχόμενο με εξαίρεση τις πράξεις ή τις παραλείψεις που δεν μπορούν να εκπληρωθούν από τους ομόρρυθμους εταίρους, ώστε η δημιουργία του εταιρικού χρέους δημιουργεί αυτομάτως την ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων προς τους εταιρικούς πιστωτές, καθώς επίσης, γεγονότα ή περιστάσεις που επιδρούν στη διαμόρφωση του εταιρικού χρέους συμπαρασύρουν την ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων.[30]
Δυνάμει αυτών, η απόσβεση του εταιρικού χρέους συνεπιφέρει απόσβεση της ευθύνης των εταίρων, ενώ συμφωνία μεταξύ εταιρείας και τρίτου κατά την οποία απαλλάσσεται η εταιρεία από τις υποχρεώσεις της αλλά εξακολουθούν να ευθύνονται οι εταίροι έναντι των εταιρικών δανειστών είναι άκυρη. Αντιστοίχως, συμφωνία περί άφεσης του εταιρικού χρέους που ωστόσο επιτρέπει τη διατήρηση αξιώσεων στο πρόσωπο των εταίρων είναι άκυρη.[31] Τα αυτά σημαίνουν ότι η ευθύνη των εταίρων παρακολουθεί σε όλες τις εκφάνσεις της τη τύχη της αξίωσης του τρίτου[32] έναντι της εταιρείας χωρίς να δύναται να αυτονομηθεί, ενώ οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εταιρείας και εταιρικού δανειστή προς τον σκοπό του περιορισμού ή της απαλλαγής του νομικού προσώπου από τις υποχρεώσεις του έναντι τρίτων με διατήρηση, ωστόσο, στο ακέραιο της ευθύνης των εταίρων, τυγχάνει άκυρη.[33]
Προσωπική
Η προσωπική ευθύνη, απόρροια του προσωπικού χαρακτήρα της ομόρρυθμης εταιρείας, διαλαμβάνει ότι υπέγγυα έναντι των εταιρικών δανειστών αδιακρίτως ολόκληρη η ατομική περιουσία[34] των εταίρων και όχι μόνο συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία μέχρι τους ύψους της εισφοράς τους ή της συμμετοχής τους στην εταιρεία, όπως για παράδειγμα οι ετερόρρυθμοι εταίροι που δεν έχουν καταβάλει την εισφορά τους ή τα μέλη συνεταιρισμού. Ως προς αυτό υποκαθιστά το ελλείπον κεφάλαιο που συναντάμε στις κεφαλαιουχικές εταιρείες εξασφαλίζοντας τους εταιρικούς δανειστές και ενισχύοντας την πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας, η οποία άνευ της καθιέρωσης της προσωπικής ευθύνης των εταίρων θα ενείχε έναντι των τρίτων τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθούν σε περίπτωση ανεπάρκειας του χρηματικού διαθεσίμου αποκλειστικά από το νομικό πρόσωπο. Παράλληλα συνεπώς προς την ευθύνη του ίδιου του νομικού προσώπου, υπέγγυο τυγχάνει το σύνολο της ατομικής περιουσίας έκαστου εταίρου, ενώ συμφωνία περί περιορισμού ή αποκλεισμού της προσωπικής ευθύνης είναι άκυρη και δεν προτάσσεται έναντι τρίτων κατ’ άρθρον 258 παρ. 1 του Ν. 4072/2012.[35]
Απεριόριστη ή μη περιορίσιμη
Απεριόριστη ή άλλως μη περιορίσιμη είναι η ευθύνη, η οποία δεν περιορίζεται στο ύψος της εισφοράς που ο εταίρος έχει καταβάλει στην εταιρεία ή οφείλει να καταβάλει ούτε στο ποσοστό της οικονομικής του συμμετοχής στην εταιρεία αλλά εκτείνεται χωρίς περιορισμούς στο σύνολο της ατομικής του περιουσίας.[36]
Εις ολόκληρον
Ο κανόνας της ειδικής εις ολόκληρον ευθύνης έχει την έννοια ότι κάθε εταίρος εφόσον εναχθεί υποχρεούται σε καταβολή ολόκληρης της εταιρικής οφειλής και όχι μόνο μέχρι του λόγου της εταιρικής του μερίδας ή μέχρι ενός ορισμένου ποσού, κανόνας που καταλαμβάνει τόσο τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων όσο και τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρείας[37]. Πρόκειται για ευθύνη παραγόμενη από παθητική σε ολόκληρο ενοχή σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 481 ΑΚ έχουσα την έννοια ότι «…επί πλειόνων οφειλετών της αυτής παροχής έκαστος μεν τούτων υποχρεούται να καταβάλη ταύτην ολόκληρον, ο δανειστής όμως δικαιούται να απαιτήσει ταύτην άπαξ μόνον».
Πλείονες οφειλέτες επί των χρεών της ομόρρυθμης εταιρείας είναι αφενός το νομικό πρόσωπο της εταιρείας ευθυνομένης με την εταιρική της περιουσία, αφετέρου παράλληλα καθένας από τους εταίρους χωριστά ευθυνόμενος με την ατομική του περιουσία. Ο εταιρικός δανειστής δε, δύναται να στραφεί δικαστικώς ή εξωδίκως είτε κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας είτε κατά οποιουδήποτε εταίρου και μερικών ή όλων των εταίρων είτε εναντίον της εταιρείας και εταίρου ή εταίρων από κοινού, διεκδικώντας ικανοποίηση ολόκληρου του ποσού και όχι κατ’ ιδανικά μερίδια[38] ανάλογα προς την συμμετοχή έκαστου στην εταιρεία ενώ εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως από ένας ή μερικούς από τους οφειλέτες και από την εταιρική ή ατομική τους περιουσία, παύει πλέον να διαθέτει απαίτηση κατά της εταιρείας και των λοιπών εταίρων.[39]
Όπως συνάγεται από τα ανωτέρω οι ομόρρυθμοι εταίροι δεν ευθύνονται μεταξύ τους συμμέτρως κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας αλλά διαπιστώνεται μεταξύ αυτών γνήσια παθητική εις ολόκληρον ενοχή. Στην περίπτωση της καταβολής δε από μέρους εταίρου του χρέους έναντι του εταιρικού δανειστή, ο πρώτος υποκαθίσταται στα δικαιώματα του τελευταίου δικαιούμενος να απαιτήσει από την εταιρεία και από τους συνεταίρους του την καταβολή του ποσοστού της οφειλής που αντιστοιχεί στις εταιρικές τους μερίδες σύμφωνα με το δικαίωμα αναγωγής της 487 ΑΚ, δικαίωμα που γίνεται δεκτό ότι διαθέτει και ο εταίρος αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία δεν έχει καταχωρηθεί στο ΓΕΜΗ.[40] Δυνάμει της καλής πίστης προς την οποία υποχρεούνται οι εταίροι απέναντι την εταιρεία αλλά και μεταξύ τους γίνεται παγίως δεκτό ότι ο εταίρος που κατέβαλε το σύνολο του εταιρικού χρέους οφείλει να στραφεί το πρώτον κατά της εταιρείας και μόνο στην περίπτωση που αυτή αδυνατεί να στραφεί κατά των συνεταίρων του.
Στο πλαίσιο διατύπωσης κάποιων πρόσθετων παρατηρήσεων επί της εις ολόκληρον ευθύνης επισημαίνεται ότι λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα αυτής υπό την έννοια ότι η ευθύνη της εταιρείας έναντι των εταιρικών δανειστών προσδιορίζει την ευθύνη των εταίρων, αντίστοιχο δικαίωμα αναγωγής στο πρόσωπο της εταιρείας και έναντι των εταίρων δεν υφίσταται. Σε κάθε περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 481 επ. ΑΚ εφαρμόζονται αναλογικά στο μέτρο που συνάδουν με τον ως άνω παρακολουθηματικό χαρακτήρα γινομένου δεκτού ότι καταβολή που έγινε από συνεταίρο απαλλάσσει και τους λοιπούς, ενώ η καταβολή από την εταιρεία και η υπερημερία του δανειστή ως προς την εταιρεία ενεργεί υπέρ των εταίρων κατ’ άρθρον 485 ΑΚ και με δεδομένη πάντα την αρχή ότι το περιεχόμενο της υποχρέωσης των εταίρων πρέπει να είναι ίδιο με εκείνο της εταιρείας. Αντιστοίχως για τις περιπτώσεις της δόσης αντί καταβολής, της δημόσιας κατάθεσης ή του συμψηφισμού, ενέργειες που συνεπάγονται απελευθέρωση των συνοφειλετών, ενώ εκπλήρωση από την εταιρεία οδηγεί σε απόσβεση και της παρακολουθηματικής ευθύνης των εταίρων.[41]
Τέλος, αμφισβήτηση γεννάται για το μετά τη λύση της εταιρείας διάστημα και εφόσον εταίρος κατέβαλε ολόκληρο το εταιρικό χρέος μετά τη λύση της εταιρείας[42], οπότε μέρος της νομολογίας δέχεται ότι οι ανωτέρω αναγωγικές αξιώσεις δεν μπορούν να προβληθούν πριν από το πέρας της εκκαθάρισης υπό την αιτιολογία οι αυτές αξιώσεις ως πηγάζουσες από την εταιρική σχέση πριν από το κλείσιμο του ισολογισμού ισοδυναμούν με ανεκκαθάριστα κονδύλια.[43] Αντίθετη θέση στο αυτό ζήτημα ακολουθεί η θεωρία επισημαίνοντας την αναγκαιότητα μη δυσμενέστερης νομικής μεταχείρισης του καταβάλοντος εταίρου που κατέβαλε ολόκληρο το εταιρικό χρέος το μετά τη λύση της εταιρείας χρονικό διάστημα και της αντικείμενης στο περί δικαίου αίσθημα αντίθετης τοποθέτησης που θα είχε ως συνέπεια την αδικαιολόγητη εμπλοκή του φερέγγυου εταίρου που κατέβαλε στην μακροχρόνια διαδικασία της εκκαθάρισης.[44]
Ius cogens
Κατ’ άρθρον 258 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 «Συμφωνία για περιορισμό ή αποκλεισμό της ευθύνης των εταίρων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 249 δεν ισχύει έναντι τρίτων». Η προβλεπόμενη εκ του νόμου ευθύνη των εταίρων όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 249 αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο μη δυνάμενο να περιοριστεί με συμφωνία των εταίρων, η οποία αναπτύσσει ισχύ στις μεταξύ αυτών σχέσεις όχι όμως έναντι των τρίτων προς του οποίους ευθύνονται παράλληλα προς το νομικό πρόσωπο με το σύνολο της ατομικής τους περιουσίας. Σε αντίθεση με τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου που επαφίενται στην ελευθερία της ιδιωτικής βούλησης επιτρέποντας αντίθετη ρύθμιση, οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου δεν αφήνουν περιθώρια ελεύθερης διαμόρφωσης για τον λόγο ότι ο νομοθέτης λόγω της σοβαρότητας του περιεχομένου τους και του ελλοχεύοντος κινδύνου που έκρινε ότι υπάρχει θέλησε να παραμείνουν ως έχουν. Η διάταξη του άρθρου 249 στοχεύουσα στην εξασφάλιση των εταιρικών δανειστών με την κατοχύρωση της υπεγγυότητας της ατομικής περιουσίας έκαστου εταίρου συνιστά διάταξη θεμελιώδους σημασίας για την διαμόρφωση και λειτουργία της ομόρρυθμης εταιρείας, την οποία ο νομοθέτης ήθελε να διασφαλίσει ανάγοντάς της δια της πρόβλεψης του άρθρου 258 παρ. 1 σε διάταξη αναγκαστικού δικαίου.
Περιεχόμενο ευθύνης
Το περιεχόμενο της ευθύνης προκαλεί αμφισβητήσεις σε ό, τι αφορά μη χρηματική υποχρέωση της εταιρείας και των εταίρων, η οποία μπορεί να συνίσταται σε υποχρέωση πράξης ή παράλειψης, σε αξίωση παράδοσης πραγμάτων ορισμένων κατά γένος ή κατά είδος, σε ανοχή πράξης ή σε δήλωση βούλησης.[45] Τρεις είναι οι θεωρίες που διεκδικούν εφαρμογής σε αναφορά με το περιεχόμενο της ευθύνης.
Πρώτη είναι η θεωρία της φυσικής εκπλήρωσης, η οποία είναι και η κρατούσα, σύμφωνα με την οποία οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι σε φυσική εκπλήρωση και των μη χρηματικών υποχρεώσεων της εταιρείας. Για παράδειγμα στην περίπτωση υποχρέωσης παροχής υπηρεσιών, οι εταίροι έχουν φυσική υποχρέωση εκπλήρωσης (in nature) εφόσον πρόκειται για υποχρέωση της εταιρείας που είναι και δική τους υποχρέωση.[46] Σημειώνεται δε, ότι πρέπει η μη χρηματική υποχρέωση να είναι αντικειμενικά δυνατό να εκπληρωθεί από τους εταίρους, κάτι που δεν συμβαίνει όταν αφορά μόνο την ίδια την εταιρεία[47] ή μπορεί να εκπληρωθεί από έναν μόνο ορισμένο εταίρο ή περισσότερους από κοινού ή μπορεί να εκπληρωθεί μόνο από την εταιρεία ως οργανωμένο σύνολο. Δεύτερη η θεωρία της ευθύνης σύμφωνα με την οποία η ευθύνη των εταίρων περιορίζεται σε χρηματική μόνο ικανοποίηση στην περίπτωση που η εταιρεία δεν εκπληρώνει ή εκπληρώνει πλημμελώς, και την οποία φαίνεται να υποδεικνύει η διατύπωση των άρθρων 249 παρ. 1 («χρέη της εταιρείας») και 258 παρ. 3 («εκπλήρωση εταιρικής υποχρέωσης»), και τρίτη η θεωρία της στάθμισης των συμφερόντων κατά την οποία το ακριβές περιεχόμενο της ευθύνης κρίνεται κατά περίπτωση κατόπιν στάθμισης του περιεχομένου της εταιρικής σύμβασης και των συμφερόντων των εταιρικών δανειστών.[48]
Ορθότερη φαίνεται η άποψη ότι η ευθύνη των εταίρων εκτείνεται σε κάθε εταιρική υποχρέωση ανεξάρτητα από τη μορφή αυτής, κάτι το οποία συναντάμε και στην αστική εταιρεία αναζητώντας περαιτέρω τον σκοπό του νόμου και την ανάγκη προστασίας των εταιρικών δανειστών, ώστε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η ευθύνη των εταίρων περιορίζεται μόνο στη χρηματική ικανοποίηση των δανειστών. Ως σημείο εκκίνησης άλλωστε τίθεται το συμφέρον των πιστωτών, το οποία μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με τη θεωρία της αυτούσιας εκπλήρωσης και όχι με μια χρηματική αξίωση ως υποκατάσταση της αξίωσης in natura εκπλήρωσης.[49]
Αναμφίβολα σε ό, τι αφορά την ευθύνη των εταίρων για τα χρηματικά χρέη της εταιρείας, αυτή υφίσταται είτε τα χρέη πηγάζουν από σύμβαση είτε από αδικοπραξία είτε από αδικαιολόγητο πλουτισμό είτε από άλλη αιτία.[50] Ειδικότερα, όμως, ως προς τα μη χρηματικά χρέη, πρέπει να επισημανθεί ότι η εφαρμογή της ανωτέρω θεωρία υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του εταίρου και της προσωπικής του σφαίρας μέσα από μια απαραίτητη ad hoc στάθμιση συμφερόντων. Πρωτίστως, θα πρέπει να πρόκειται για εταιρική υποχρέωση που μπορεί να ικανοποιηθεί από κάθε ομόρρυθμο εταίρο, να μην ανάγεται δηλαδή στην κατηγορία των προσωποπαγών υποχρεώσεων της εταιρείας[51], καθώς επίσης να μην πρόκειται για υποχρέωση την εκπλήρωση της οποίας έχουν αναλάβει περισσότεροι μόνον εταίροι από κοινού ή η εταιρεία ως οργανωμένη ενότητα-νομικό πρόσωπο.[52]
Κρίσιμο είναι να ερευνάται σε κάθε περίπτωση το κατά πόσο η φυσική εκπλήρωση της παροχής εμφανίζεται να εισχωρεί στην ιδιωτική σφαίρα του εταίρου και να τον επιβαρύνει δυσανάλογα σε σύγκριση με την χρηματική παροχή ή το κατά πόσο ενδέχεται να προκύπτει αδυναμία εκπλήρωσης στις περιπτώσεις που μόνο η εταιρεία ως νομικό πρόσωπο μπορεί να εκπληρώσει, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση καταδίκης σε δήλωση βούλησης. Τέλος, ενδέχεται το εταιρικό χρέος να ταυτίζεται με την ευθύνη των εταίρων να προβούν σε ιδία παροχή με κλασικό το παράδειγμα της απαγόρευσης πράξεων ανταγωνισμού είτε απορρέουν από συμβατική είτε από αδικοπρακτική βάση.
Στην πράξη το αποτέλεσμα συχνά εξαρτάται από την ερμηνεία της σχέσης μεταξύ εταιρικού δανειστή και εταιρείας ιδίως εφόσον πρόκειται για συμβατική ανάληψη υποχρέωσης μεταξύ των δύο συναγόμενη ερμηνευτικά από την σχετική σύμβαση κατ’ άρθρα 197 και 200 ΑΚ και τις συνοδευτικές περιστάσεις, ενώ η έννοια της καταστρατήγησης υπό τις άνω περιπτώσεις μπορεί να αναδειχθεί σε θεμελιώδους σημασίας έννοια αναζητούμενη πέρα από το άρθρο 249 παρ. 1 και σε άλλες νομικές βάσεις.[53]
Ειδικότερα για την αναγωγή
Όπως έχει ήδη εκτεθεί, στην περίπτωση που ένας εταίρος εκπληρώσει το εταιρικό χρέος έναντι των εταιρικών δανειστών για το οποίο αφενός ευθύνεται η εταιρεία και αφετέρου οι εταίροι παράλληλα και εις ολόκληρον, αυτό εξοφλείται, ενώ ο εταίρος που κατέβαλε διατηρεί το δικαίωμα της αναγωγής έναντι της εταιρείας και έναντι των λοιπών εταίρων συνοφειλετών.
Σε πρώτο στάδιο και λαμβανομένης υπ’ όψιν της αρχής της καλής πίστης σύμφωνα με την οποία ο εταίρος κρίνεται σκόπιμο όπως στραφεί το πρώτον κατά της εταιρείας αναζητώντας το καταβληθέν ποσό, ο εταίρος που κατέβαλε υποκαθιστάμενος στα δικαιώματα του εταιρικού δανειστή δύναται να στραφεί κατά της εταιρείας, η οποία θεωρείται ως κύριος οφειλέτης. Τα αυτά κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 488 ΑΚ δεδομένου ότι κατά την κρατούσα άποψη μεταξύ εταιρείας και εταίρων δεν υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή.
Διαφορετικής είναι η περίπτωση των λοιπών ομόρρυθμων εταίρων, οι οποίοι, και εφόσον η εταιρεία αδυνατεί να εκπληρώσει, ενέχονται προς εξασφάλιση των εταιρικών πιστωτών και προς του οποίους μπορεί να στραφεί ο εταίρος που κατέβαλε, καθώς και ο αποχωρήσας εταίρος, εφόσον ικανοποιήσει το δανειστή αναζητώντας το επιπλέον της μερίδας του καταβληθέν χρηματικό ποσό[54]. Η ποσοτική συμμετοχή των εταίρων στην αναγωγή προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 487 παρ. 1 ΑΚ σε ίσα μέρη εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από την εταιρική σχέση, όπως ενδεχόμενη πρόβλεψη ως τα κέρδη και τις ζημίες, οπότε και η αναγωγή χωρεί κατά το ποσοστό εκάστου στις ζημίες, ενώ αν ο κατ’ αναγωγή εναγόμενος εταίρος δεν δύναται να εκπληρώσει, η οφειλή κατανέμεται μεταξύ των λοιπών κατά την μερίδα έκαστου κατ’ άρθρον 487 παρ. 2 ΑΚ.[55] Η αναγωγή δε, είναι συνέπεια της ευθύνης για τα χρέη της εταιρείας και όχι υποχρέωση ενός εταίρου έναντι των λοιπών από την εταιρική σύμβαση. Περαιτέρω, οι εταίροι είναι ελεύθεροι να ρυθμίσουν κατά τρόπο διαφορετικό τα ζητήματα αναγωγής αναγόμενων των εν λόγω ρυθμίσεων σε ενδοτικό δίκαιο προβαίνοντας σε κατανομή της εξωτερικής ευθύνης διατηρηθείσας εκτός αντίθετης συμφωνίας της αναγωγικής ευθύνης σε ίσα μέρη. Γινομένης δεκτής της δυνατότητας αποκλίσεων από τα οριζόμενα στα άρθρα 481 επ. ΑΚ, καταστατική ρήτρα δυνάμει της οποίας εταίρος που εξόφλησε το εταιρικό χρέος παραιτείται από το δικαίωμα αναγωγής θεωρείται έγκυρη στο πλαίσιο της ελεύθερης διαμόρφωσης των ενδοεταιρικών σχέσεων χωρίς να προσκρούει στο άρθρο 764 παρ. 1 ΑΚ.[56]
Ειδικότερα, ως προς τα δικαιώματα του αποχωρήσαντος εταίρου, ο οπΟίος κατέβαλε το εταιρικό χρέος, ο ίδιος έχει δικαίωμα αναγωγής τόσο κατά της εταιρείας όσο και κατά των πρώην συνεταίρων του κατ’ άρθρον 487 ΑΚ, ενώ αν εξήλθε της εταιρείας με μεταβίβαση της εταιρικής του συμμετοχής διατηρεί το δικαίωμα να στραφεί και κατά του νέου εταίρου κατ’ άρθρον 258 παρ. 3. Καθότι περαιτέρω ο αποχωρήσας εταίρος δεν συνιστά πλέον μέλος της εταιρείας δε δεσμεύεται κατά την ορθότερη άποψη από την υποχρέωση της καλής πίστης να στραφεί πρώτα κατά της εταιρείας προς αναζήτηση του υπερβαίνοντος της μερίδας του καταβληθέντος ποσού.[57]
Για την περίπτωση της μετά τη λύση της εταιρείας καταβολή ισχύουν τα όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως στο σκέλος της εις ολόκληρον ευθύνης. Τέλος, η αξίωση από αναγωγή υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 και όχι στην βραχυπρόθεσμη πενταετή παραγραφή του άρθρου 269 που αφορά σε αξιώσεις τρίτων για τα εταιρικά χρέη.[58]
Δικαιώματα εταιρικού δανειστή
Ενόψει των όσων αναπτύχθηκαν οι εταιρικοί δανειστές μπορούν να αξιώσουν την ικανοποίηση των εταιρικών χρεών είτε από την εταιρική περιουσία είτε απευθείας στο πρόσωπο των ομόρρυθμων εταίρων είτε στρεφόμενοι από κοινού κατά της εταιρείας και κατά ενός ή περισσότερων ομόρρυθμων εταίρων χωρίς να δεσμεύονται σε προηγούμενη αναζήτηση ικανοποίησης στο πρόσωπο της εταιρείας δυνάμει της παράλληλης εις ολόκληρον και απεριόριστης ευθύνης που καθιερώνει το άρθρο 249 παρ. 1. Το άρθρο 249 παρ. 1 σε συνδυασμό με τον αναγκαστικό χαρακτήρα που προσδίδει το άρθρο 258 παρ. 1 απαγορεύοντας τον προς τα έξω περιορισμό της κατά νόμον παράλληλης εις ολόκληρον ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων, στοχεύει ακριβώς στην εξασφάλιση των εταιρικών πιστωτών, οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευαν να μην ικανοποιηθούν σε ενδεχόμενη ανεπάρκεια της εταιρικής περιουσίας. Παρά ταύτα, ο νόμος θέλησε, αντισταθμίζοντας την απουσία μετοχικού κεφαλαίου σε ένα εταιρικό μόρφωμα που απευθύνεται κυρίως σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, να προσδώσει αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα καθιστώντας την αυτή μορφή εταιρείας πιο ελκυστική προς τους επίδοξους δανειστές, ενώ η ελευθερία διαμόρφωσης της εταιρικής ευθύνης κατά παρέκκλιση του νόμου περιορίζεται αποκλειστικά στις μεταξύ των εταίρων εσωτερικές σχέσεις και δε δύναται να αντιταχθεί στους τρίτους. Ως εκ τούτου, οι δανειστές διατηρούν στο ακέραιο τα παρεχόμενα από το νόμο δικαιώματά τους μέσω της καθιέρωσης ενός συστήματος πολλαπλών δυνατοτήτων προς εξασφάλισή τους με κατοχύρωση της πλήρους ελευθερίας των τελευταίων να στραφούν είτε κατά της εταιρείας είτε κατά των εταίρων διεκδικώντας την πλήρη ικανοποίηση της αξίωσή τους.
[1]Επισημαίνεται ότι εταιρικές υποχρεώσεις γεννώνται τόσο σε επίπεδο ιδιωτικού όσο και δημοσίου δικαίου, όπως είναι επί παραδείγματι φορολογικές υποχρεώσεις ή υποχρεώσεις έναντι του ασφαλιστικού φορές για την καταβολή εισφορών (Αλεξανδρίδου Ελ, Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 114) ανεξάρτητα από το αν οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι ή όχι εκπρόσωποι της εταιρείας (Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες, 7η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 139-138)
[2] Κατ’ άρθρα 70 και 71 ΑΚ που εφαρμόζονται αναλόγως οι δικαιοπραξίες και αδικοπραξίες του οργάνου διοίκησης της εταιρείας που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καταλογίζονται στην εταιρεία.
[3] Σημειώνεται ότι η ευθύνη του εταίρου κατ’ άρθρον 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 διαφοροποιείται τόσο από ενδεχόμενη αυτοτελή διαχειριστική του ευθύνη όσο και από δημιουργούμενες εταιρικές αξιώσεις όπως η αξίωση επί των κερδών, καθώς και επίσης από ευθύνη αναγόμενη σε ιδία αδικοπραξία ή σε παράλληλη ενοχική σχέση προερχόμενη παραδείγματος χάριν από σύμβαση δανείου ή εγγύησης για ένα ή και περισσότερα εταιρικά χρέη περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω ευθύνη είναι αυτοτελής έναντι του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της κατ’ άρθρον 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 ευθύνης (Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών σελ. 357)
[4] Καθίσταται σαφές πως με την εν λόγω ρύθμιση επέρχεται κάμψη στην προβλεπόμενη «αρχή της αυτοτέλειας» ή άλλως την αρχή του διαχωρισμού, σύμφωνα με την οποία το νομικό πρόσωπο ορώμενο ως αυτοτελές υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διακρίνεται από τα μέλη και την περιουσία των μελών του, τα οποία αποτελούν ένα ξεχωριστό τμήμα, άμεσα διακριτό από το νομικό πρόσωπο και την εταιρική περιουσία.
[5] ΑΠ1205/2001, ΕφΑθ 7212/96
[6] Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που τάσσουν τα άρθρα 332 και 334 ΑΚ ο εταιρικός πιστωτής διαθέτει την ευχέρεια να παραιτηθεί από τα εκ του νόμου δικαιώματά του συμφωνώντας με τον εταίρο σε διαφορετικό τρόπο ευθύνης του δεύτερου χωρίς όμως να υποχρεούται σε συναίνεση, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η ευθύνη του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 είναι ευθύνη εκ του νόμου γεννώμενη εκ μόνου του γεγονότος της συμμετοχής του εταίρου στην ομόρρυθμη εταιρεία χωρίς να προϋποτίθεται εισαγωγή στο καταστατικό σχετικής ρήτρας περί αυτής.
[7] Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 114-115.
[8] ΑΠ 675/2016
[9] Οι ενοχικές αυτές σχέσεις δεν επιφέρουν μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής έστω και αν ο συνδεόμενος με τον ομόρρυθμο εταίρο τρίτος παρέχει οδηγίες στον εταίρο δυνάμει εσωτερικής μεταξύ αυτών συμφωνίας.
[10] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 355-356
[11] ΑΠ 467/1991, ΕφΘεσ 517/2015, ΕφΠειρ 239/1982
[12] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 358
[13] ΑΠ 522/2014, ΕφΑθ 27/2004, ΕφΘεσ 10066/1994, ΕφΘεσ 612/1985
[14]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 358-359
[15]ΑΠ 988/2014, ΕφΠειρ 277/2005
[16]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 359-340
[17] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 360
[18]Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 116
[19] Το ζήτημα του κατά πόσο πρόκειται για ευθύνη από ίδιο ή αλλότριο χρέος έχει απασχολήσει τη θεωρία με τη ζυγαριά να γέρνει προς το μέρος της ευθύνης από ίδιο χρέος σε ό, τι αφορά στο προγενέστερο καθεστώς του άρθρου 22 ΕμπΝ, ενώ κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πως συνάδει με τη τωρινή γραμματική διατύπωση των άρθρων 249 και 253. Στη δικονομική θεωρία επικρατούσα είναι η θέση ότι οι υποχρεώσεις της εταιρείας καθίστανται υποχρεώσεις των ομόρρυθμων εταίρων προκρινόμενου του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ευθύνης των τελευταίων.
[20]Δεν αποκλείεται η ex lege ευθύνη των εταίρων να συνυπάρχει ωστόσο παράλληλα με ενοχική ευθύνη από σύμβαση εγγύησης που έχει συνάψει ομόρρυθμος εταίρος με εταιρικό δανειστή κατ’ άρθρον 847 ΑΚ δυνάμει της οποίας ο εγγυητής ομόρρυθμος εταίρος εφόσον ικανοποίησε τον δανειστή μπορεί να στραφεί κατά της εταιρείας και των εταίρων κατ’ άρθρον 858 ΑΚ.
[21] ΔΠρΠειρ 1366/2009
[22]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 363
[23]Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 116, Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 364, Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες, 7η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 142, Σινανιώτη-Μαρούδη Αρ., Εμπορικό Δίκαιο-Εταιρίες, 3η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 58
Ψυχομάνης Σ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2018, σελ. 136
[24] ΑΠ 2157/2007, απ 797/1999, ΕφΑθ 513/2013, ΕφΘεσ 1929/2013
[25]Σινανιώτη-Μαρούδη Αρ., Εμπορικό Δίκαιο-Εταιρίες, 3η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 58
[26]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 364, ΑΠ 1229/1990, ΕφΑθ 2579/2010
[27] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 364
[28]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 365
[29] Η δυνατότητα πραγμάτωσης εκδηλώνεται με την επέκταση όλων των ενστάσεων που υφίστανται έναντι της κύριας απαίτησης που είναι το εταιρικό χρέος και στο παρεπόμενο δικαίωμα που ταυτίζεται με την ευθύνη των εταίρων
[30]Για παράδειγμα αν η ευθύνη της εταιρείας αλλάζει μορφή και μετατρέπεται από αξίωση εκπλήρωσης σε δευτερογενή αξίωση αποζημίωσης ακολούθως μετατρέπεται και η ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων. Αντιστοίχως, η υπερημερία της εταιρείας και η επιβάρυνσή της με τόκους αποτυπώνεται στην ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων. Ομοίως και στην ευθύνη της εταιρείας από σύμβαση αλληλόχρεους λογαριασμού με τρίτους. Ακόμη και ο τόπος εκπλήρωσης του εταιρικού χρέους προσδιορίζει τον τόπο εκπλήρωσης της υποχρέωσης των εταίρων ενώ η διαιτητική ρήτρα μεταξύ εταιρείας και τρίτου ισχύει και σε αναφορά με την αξίωση εκπλήρωσης του τρίτου και των εταίρων. (Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 365-366)
[31]Παραμένει ωστόσο δυνατή η υποκειμενική άφεση υπέρ ενός εταίρου διατηρηθεισών των απαιτήσεων του δανειστή έναντι του νομικού προσώπου.
[32] Σημειώνεται ότι εάν ο δανειστής ικανοποιηθεί από την εταιρεία η τελευταία δεν μπορεί να αναχθεί κατά των εταίρων για να διεκδικήσει το καταβληθέν ποσό.
[33]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 366
[34] ΑΠ 522/2014, ΑΠ 2173/2013
[35]Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 116, Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 363, Ρόκας Ν., Εμπορικές Εταιρίες, 7η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 140-141, Σινανιώτη-Μαρούδη Αρ., Εμπορικό Δίκαιο-Εταιρίες, 3η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 56-57, Ψυχομάνης Σ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2018, σελ. 80
[36] Ψυχομάνης Σ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2018, σελ. 136
[37] ΕφΘεσ 47/2016, ΕφΛαρ 36/2016
[38]Διαφέρει η περίπτωση που δανειστής της εταιρείας είναι εταίρος οπότε στρεφόμενος κατά των συνεταίρων του οφείλει να απαιτήσει σύμφωνα με την καλή πίστη κατ’ άρθρα 281 και 288 ΑΚ το χρέος που απομένει μετά την αφαίρεση της δικής του προσωπικής συμμετοχής.
[39]Ψυχομάνης Σ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2018, σελ. 137
[40] Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 118
[41] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 368
[42] ΕφΘεσ 517/2015
[43]Παρά ταύτα και νομολογιακώς έχει διατυπωθεί η αναγνώριση της κατ’ εξαίρεση άσκησης αναγωγικών αξιώσεων του εταίρου κατά της εταιρείας και των συνεταίρων του στο στάδιο της εκκαθάρισης στις περιπτώσεις που διευκολύνεται η πραγματοποίηση του σκοπού της εκκαθάρισης ή πάντως δεν εμποδίζεται.
[44] Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 117-118
[45] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 369
[46] Αλεξανδρίδου Ελ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2η Έκδοση, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 119
[47]ΑΠ 1648/2014
[48] Σινανιώτη-Μαρούδη Αρ., Οικονομική και Δίκαιο των Επιχειρήσεων, Διαφάνειες σημειώσεων, σελ. 11
[49] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 369
[50]Ψυχομάνης Σ., Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, 2018, σελ. 433
[51] Επί παραδείγματι παράλειψη ανταγωνισμού ή προσβολής προγενέστερου διακριτικού γνωρίσματος τρίτου με την επωνυμία/διακριτικό τίτλο της εταιρείας ή παροχές που μόνο η εταιρική επιχείρηση δύναται να παράσχει όπως η παροχή πληροφοριών από το διαχειριστή, Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 370
[52] Επί παραδείγματι μεταβίβαση αντικειμένου που ανήκει σε έναν εταίρο, όπως το σήμα ή οι εξειδικευμένες υπηρεσίες, εκτέλεση έργου, απόδοση μισθίου, και οριοθέτηση πράξεων που η εκπλήρωσή τους ανάγεται στις εταιρικές υποχρεώσεις μεμονωμένου εταίρου ή όταν μπορεί να τις εκπληρώσει μέσω τρίτου βοηθού εκπλήρωσης
[53] Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 370
[54] ΣτΕ 1169/2018, ΣτΕ 359/2018, ΣτΕ 1202/2009 και ΣτΕ 2999/2001
[55]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 371
[56]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 372
[57]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 373
[58]Μαρίνος Μ.Θ., Κάτσας Θ., Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, σελ. 373